πρωτόπλαστοι

πρωτόπλαστοι
οι первые создания, творения (об Адаме и Еве)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πρωτόπλαστοι" в других словарях:

  • πρωτόπλαστοι — πρωτόπλαστος first formed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

  • γηγενής — ές (AM γηγενής, ές) ο αυτόχθονας, αυτός που έχει γεννηθεί σ έναν τόπο νεοελλ. 1. αναφέρεται σ ένα ζωικό ή φυτικό ιθαγενές είδος μιας συγκεκριμένης περιοχής 2. ως ουσ. οι γηγενείς οι αυτόχθονες σε αντίθεση με τους πρόσφυγες και τους ξένους 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπλαστος — η, ο / πρωτόπλαστος, ον, ΝΜΑ 1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι ο Αδάμ και η Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πλαστός (< πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ — I Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και …   Dictionary of Greek

  • Αιάνειον — Άλσος, τέμενος, τόπος ιερός, στην περιοχή της οχυρής Οπούντας, μητρόπολης των Λοκρών. Εκεί –κατά την παράδοση– είχαν ζήσει οι πρωτόπλαστοι Δευκαλίωνας και Πύρρα και γι’ αυτό το Α. ήταν ένα είδος Εδέμ ή επίγειου παραδείσου των αρχαίων Ελλήνων …   Dictionary of Greek

  • Εδέμ ή Κήπος της Εδέμ — (εβρ. Edhen). Ο επίγειος παράδεισος, κατά την Παλαιά Διαθήκη, στον οποίο ζούσαν οι πρωτόπλαστοι Αδάμ και Εύα ευτυχισμένοι, χωρίς θλίψη ή πόνο. Η λέξη σημαίνει τρυφή, ευχαρίστηση, απόλαυση. Ο αντίστοιχος συριακός όρος Εδινού σημαίνει χέρσο πεδίο,… …   Dictionary of Greek

  • Λιάσκας, Βασίλης — (Λαμία 1913 – 1982). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, θεωρητής κειμένων (χειρογράφων) και μεταφραστής. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, κυρίως με την ποίηση. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»